ἑκατηβελέτης

ἑκατηβελέτης
ἑκᾰτη-βελέτης, ου, , = sq.,
A

ἄναξ Il.1.75

, Hes.Sc.100 : Subst., h.Ap.157 :—fem. [suff] ἑκᾰτη-βελέτις, ιδος, , Pythag. name for six, Theol.Ar. 37.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑκατηβελέτης — six masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατηβελέτην — ἑκατηβελέτης six masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ἑκατηβελέταο — ἑκατηβελέτᾱο , ἑκατηβελέτης six masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”